-
1 μαγειρικη
-
2 μαγειρική
-
3 μαγειρικῇ
-
4 μαγειρική
η1) поварское искусство, кулинария; 2) поваренная книга -
5 μαγειρική
μαγειρικόςfit for a cook: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 μαγειρική
[магирики] ουσ. Θ. кулинария.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μαγειρική
-
7 μαγειρική
[магирики] ουσ θ кулинария. -
8 μαγειρική
cuisine -
9 μαγειρική
kucharstwo (n) rzecz. -
10 μαγειρική
1) kuchyně2) vaření -
11 μαγειρική
cookeryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαγειρική
-
12 ahçılık
μαγειρική -
13 vaření
μαγειρική -
14 cookery
μαγειρική -
15 kucharstwo
μαγειρική -
16 μαγειρικός
μαγειρικός, zum Koch, zum Kochen gehörig; ῥημάτια, Ar. Equ. 216; σκεύη, Ath. IV, 169; κοπίς, Plut. Lycurg. 2; ἡ μαγειρική, sc. τέχνη, die Kochkunst, Plat. Polit. 289 a, wie μαγειρικὴ ἐμπειρία, Gorg. 500 b; διδασκαλία, ein Buch des Rhodiers Parmenon über die Kochkunst, Ath. VII, 308 f. – in der Kostkunft erfahren, Plat. Theag. 125 c. – Adv. μαγειρικῶς, Ac. Equ. 326 Ach. 979; μ. ἐσκευασμένη τροφή der ὦμή entggstzt, S. Emp. pyrrh. 1, 56.
-
17 кулинария
-
18 кухня
-и θ.1. μαγειρείο, μαγεριό, κουζίνα. || μαγειρική• μαγείρευμα. || μτφ. χαλκείο.2. ιδιάζουσα μαγειρική•греческая кухня ελληνική κουζίνα•
французская кухня γαλλική κουζίνα.
-
19 μαγειρικός
A fit for a cook or cookery, ; ; ;κοπίς Plu.Lyc.2
;τάβλια PFay.104.4
(iii A.D.); σκεύη, τράπεζα, Ath.4.169b, 173a; ἡ μαγειρικὴ τέχνη cookery, Pl.R. 332c, Athenio 1.1;ἡ μ. ἐμπειρία Pl.Grg. 500b
; ἡ -κή alone, Id.Plt. 289a, Dionys.Com.2.30, etc. Adv. -κῶς, ἐσκευασμένη τροφή, opp. ὠμή, S.E.P.1.56.2 of persons, skilled in cookery, Pl.Tht. 178d. Adv. - κῶς in a cook-like way, like a true 'artist', Ar.Ach. 1015, Eq. 376, Pax 1017.3 μαγειρικόν, τό, = μαγειρεῖον, IG14.352i71 (but, expenses of dressing meat, 22.334.28).4 μαγειρική, ἡ, either the meat-trade, or tax on butchers, PZen. in Arch.Pap.8.79 (iii B.C.), PUniu.Giss.2.5 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαγειρικός
-
20 καπνίζω
καπνίζω, Rauch machen, d. i. Feuer anzünden, κάπνισσάν τε κατὰ κλισίας καὶ δεῖπνον ἕλοντο Il. 2, 299; einräuchern, durch Rauch schwärzen, betästigen, φήσαντες καπνίζειν αὑτοὺς ὀψοποιουμένους τοὺς παῖδας Dem. 54, 4; vgl. Sopat. bei Ath. IV, 160 f; διὰ τί οἱ ἐξόφϑαλμοι καπνίζονται μᾶλλον, warum diese durch den Rauch mehr belästigt werden, Arist. probl. 31, 6; καπνιζομένη τυραννὶς ἡ μαγειρική ἐστιν Demetr. com. Ath. IX, 405 e. – Auch = mit Rauch durchziehen lassen, z. B. Fleisch räuchern, καπνιστὰ κρέα Ath. III, 153 c.
См. также в других словарях:
μαγειρική — Βλ. λ. γαστρονομία. * * * η (AM μαγειρική) βλ. μαγειρικός … Dictionary of Greek
μαγειρικῇ — μαγειρικός fit for a cook fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγειρική — μαγειρικός fit for a cook fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… … Dictionary of Greek
μαγειρικός — ή, ό (AM μαγειρικός, ή, όν) [μάγειρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάγειρο, στο μαγείρεμα ή στο μαγειρείο (α. «μαγειρικά σκεύη» β. «μαγειρικό άλας» το αλάτι που χρησιμοποιείται για το άρτυμα τών φαγητών) 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγειρική η … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
οψαρτυτικός — ὀψαρτυτικός, ή, όν (Α) [οψαρτυτής] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον μάγειρο ή στη μαγειρική τέχνη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψαρτυτική η μαγειρική τέχνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀψαρτυτικόν βιβλίο μαγειρικής … Dictionary of Greek
οψοποιία — ὀψοποιία, ἡ (Α) [οψοποιός] 1. έντεχνη μαγειρική 2. βιβλίο σχετικά με την έντεχνη μαγειρική … Dictionary of Greek
οψοποιητικός — ὀψοποιητικός, ή, όν (Α) [οψοποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έντεχνη μαγειρική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψοποιητική η μαγειρική τέχνη … Dictionary of Greek
σόδα — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται συνήθως δύο ενώσεις του νάτριου: το ανθρακικό νάτριο (Na2CO3) και το υδροξείδιο του νάτριου (NaOH), που λέγεται επίσης καυστική σόδα. Το ανθρακικό νάτριο βρίσκεται στη φύση, σε μερικά μεταλλεύματα, με τη μορφή … Dictionary of Greek